ἕψησαν

ἕψησαν
ἕψω
Acut. (Sp.)
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἑψάω
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἑψάω
aor ind act 3rd pl (attic ionic)
ἑψέω
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχάρα — σχάρα, η και σκάρα, η 1. πλέγμα από σιδερένια ραβδιά που τοποθετείται σε παράθυρα. 2. μαγειρικό σκεύος: Τα ψάρια τα έψησαν στη σχάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”